ογδοηκονταετής

ογδοηκονταετής
-ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ές)
βλ. ογδοηκοντούτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκονταετία — η διάστημα ογδόντα ετών, ογδονταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογδοηκονταετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ՈՒԹՍՆԱՄԵԱՅ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date ա. ՈՒԹՍՆԱՄԵԱՅ կամ ՈՒԹՍՈՒՆԱՄԵԱՅ. ὁγδοηκονταέτης octogenarius. Ութսուն ամաց (անձն, կամ ժամանակ): Պիտառ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՒԹՍՈՒՆԱՄԵԱՅ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date ա. ՈՒԹՍՆԱՄԵԱՅ կամ ՈՒԹՍՈՒՆԱՄԵԱՅ. ὁγδοηκονταέτης octogenarius. Ութսուն ամաց (անձն, կամ ժամանակ): Պիտառ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”